ἐπιπληκτικός — given to rebuking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπληκτικός — ή, ό επίρρ. ά που επιπλήττει, που του αρέσει να επιπλήττει, που γίνεται για επίπληξη, επικριτικός: Επιπληκτικό έγγραφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιπληκτικά — ἐπιπληκτικός given to rebuking neut nom/voc/acc pl ἐπιπληκτικά̱ , ἐπιπληκτικός given to rebuking fem nom/voc/acc dual ἐπιπληκτικά̱ , ἐπιπληκτικός given to rebuking fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπληκτικώτερον — ἐπιπληκτικός given to rebuking adverbial comp ἐπιπληκτικός given to rebuking masc acc comp sg ἐπιπληκτικός given to rebuking neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπληκτικῶν — ἐπιπληκτικός given to rebuking fem gen pl ἐπιπληκτικός given to rebuking masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπληκτικόν — ἐπιπληκτικός given to rebuking masc acc sg ἐπιπληκτικός given to rebuking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπληκτικώτατον — ἐπιπληκτικός given to rebuking masc acc superl sg ἐπιπληκτικός given to rebuking neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπληκτικοί — ἐπιπληκτικός given to rebuking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπληκτική — ἐπιπληκτικός given to rebuking fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπληκτικήν — ἐπιπληκτικός given to rebuking fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)